ἀέσκω

ἀέσκω
ἀέσκω, Hdn.Gr.1.436, EM20.11: [tense] impf. [voice] Med.
A

ἀέσκοντο Hsch.

: [tense] aor. 1 ἄεσα, ἀέσαμεν, [var] contr. ἄσαμεν, ἄεσαν, inf. ἀέσαι:—sleep, Od.19.342, 3.151,490, 15.40, A.R.4.884. (Etym. dub., but νύκτα ἀ. has been expl. as pass, spend the night, cf. Skt. vásati.) [[pron. full] metri gr. or by contraction, [pron. full] otherwise.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέσκω — ἀέσκω (Α) κοιμάμαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < *ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα *(a)we / *(a)wes που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου,… …   Dictionary of Greek

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • u̯es-1 (*su̯es-) —     u̯es 1 (*su̯es )     English meaning: to stay, live, spend the night     Deutsche Übersetzung: “verweilen, wohnen, ũbernachten”     Material: O.Ind. vásati (participle secondary uṣita ) “verweilt, dwells, ũbernachtet” (with ü: ‘sleeps… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”